διάνοια

  • 11διανοίης — διάνοια thought fem gen sg (epic ionic) διαίνω wet fut opt act 2nd sg διανάω flow through pres opt act 2nd sg (epic ionic) διανέω swim across pres opt act 2nd sg διανέω swim across pres opt act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12διανοίῃ — διάνοια thought fem dat sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13διάνοιαι — διάνοια thought fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14διάνοιαν — διάνοια thought fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 15мысль — МЫСЛ|Ь (408), И с. 1. Разум, ум: дерзаю ѹмомь бесъпрестани тобѣ молитисѧ. и мыслью раслабѣвъ ни часа мл҃твѣ ѹставихъ дх҃мь жела˫а тобѣ прѣдъсто˫ати. СбЯр XIII, 159 об.; азъ прмдр(с)ть всели(х). свѣть ‹и› разумъ и мысль. ЛЛ 1377, 51 об. (1037);… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 16αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 17ДИАНОЙЯ —     ДИАНОЙЯ (διάνοια), «мышление» (дискурсивное); понятие др. греч. философии, преимущественно платонизма. По определению Платона, диа нойя это «происходящая внутри души беззвучная беседа ее с самой собой» (Plat. Soph. 263еЗ 5, ср.: [Plat.] Def.… …

    Античная философия

  • 18θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 19РАЗУМ —         см. Рассудок и разум. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983. РАЗУМ …

    Философская энциклопедия

  • 20διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …

    Dictionary of Greek