1διάνημα — διάνημα, το (Α) [διανέω] 1. η κλώση, το κλώσιμο 2. η κλωστή, το νήμα …
Dictionary of Greek
2διανήματι — διάνημα that which is spun neut dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)