διάκτορος ἀργειφόντης

  • 1διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 2ГЕРМЕС —    • Έρμη̃ς,          Έρμείας, Mercurius, сын Зевса и Маии, дочери Атланта (Hesiod. theog. 938), рожденный на аркадской горе Киллене (поэтому Κυλλη̉νιος). Тотчас после рождения он оставляет пелены и пещеру матери и крадет 50 коров из стада богов …

    Реальный словарь классических древностей