-
1 διάθεση
[диатэси] ουσ. Θ. расположение духа, настроение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάθεση
-
2 настроение
-я ουδ.1. διάθεση (ψυχική)•хорошее настроение καλή διάθεση, ευδιαθεσία•
плохое αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά•
унылое настроение μελαγχολία, βαρυθυμιά•
испортить χαλνώ τη διάθεση•
быть не в -и δεν έχω κέφι•
у меня нет -я δεν έχω διάθεση.
2. επιθυμία, όρεξη•работать с -ем δουλεύω ορεξάτα.
εκφρ.настроение умов – διάθεση των πνευμάτων•человек -я – άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων. -
3 дух
дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου* * *м1) ( сущность) το πνεύμαв духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής
2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοήперевести́ дух — παίρνω ανάσα
3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση
подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος
пасть духом — χάνω το θάρρος μου
-
4 расположение
расположение с 1) (порядок) η σειρά, η διάταξη 2) (настроение ) η (ψυχική) διάθεση 3) (отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση* * *с1) ( порядок) η σειρά, η διάταξη2) ( настроение) η (ψυχική) διάθεση3) ( отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση -
5 залог
залог 1-а α.1. εγγύηση•залог мира εγγύηση ειρήνης•
чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•
освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.
2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•отдать в залог βάζω υποθήκη.
|| καπάρος, προκαταβολή.3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•залог дружбы δείγμα φιλίας.
залог 2-а α.(γραμμ.) διάθεση•действительный залог ενεργητική διάθεση•
возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•
страдательный залог παθητική διάθεση.
залог 3-а α.(διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. -
6 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή. -
7 настроение
настроен||иес ἡ διάθεση [-ις], τό κέφι, ἡ δρεξη [-ις]:быть в хорошем \настроениеии εἶμαι εὐδιάθετος, εἶμαι στά κέφια μου, εἶμαι στίς καλές μου· быть в дурном \настроениеии δέν ἔχω διάθεση, εἶμαι ἄκεφος, εἶμαι ἄθυμος, δέν ἔχω κέφι· у меня нет \настроениеия δέν ἔχω διάθεση, δέν ἔχω ὀρεξη· ◊ \настроение умов ἡ κατάσταση των πνευμάτων. -
8 располагать
располагать Iнесов1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:\располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.располагать IIнесов1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:\располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω. -
9 распоряжение
распоряж||ениес ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:давать \распоряжениеение δίνω ἐντολή· ◊ быть в \распоряжениеении кого-л. εἶμαι στή διάθεση κάποιου, εἶμαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· иметь кого́-л. в своем \распоряжениеении ἔχω κάποιον στή διάθεση μου· предоставлять в \распоряжениеение παρέχω (или θέτω) στή διάθεση. -
10 воля
-и θ.1. θέληση, βούληση, βουλή•сила -и η δύναμη της θέλησης.
2. επιθυμία, απαιτητικότητα•считаться с -ей избирателей παίρνω υπ’ όψη τη θέληση των εκλογέων.
3. δικαίωμα, διάθεση•это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας.
4. ελευθερία•выпустить на волю αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω.
5. απελευθερία (δούλων).εκφρ.на -е – έξω, στον καθαρόαέρα•с -и – απ’ έξω•брать (взять) -ю – παίρνω θάρρος, θαρεύω•дать -ю слезам – αφήνω ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν•дать -ю рукам – α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση•воля ваша – όπως θέλετε•- ю судеб – οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης. -
11 настроенность
-и θ.διάθεση•настроенность ума διάθεση του πνεύματος•
настроенность мыслей διάθεση των σκέψεων.
-
12 неохота
-ы θ.1. αθυμία, απροθυμία ανορεξία•с -ой ανόρεχτα, χωρίς διάθεση.
2. ως κατηγ. δεν υπάρχει διάθεση•мне неохота ехать на бал δεν έχω διάθεση να πάω στο χορό.
-
13 отхотеть
ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. хотеть)δεν έχω διάθεση (να κάνω κάτι).δεν έχω διάθεση•отхотеть идти в театр δεν έχω διάθεση να πάω στο θέατρο.
-
14 расположение
-я ουδ.1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.
2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.
(στρατ.) διάταξη•войск διάταξη των στρατευμάτων.
3. διάθεση•доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.
|| κλίση, όρεξη• επιθυμία•у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•
у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.
|| εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.
-
15 распоряжение
1. (приказание) η εντο-λ/ήη διαταγή2. юр. (постановление) η εντολή 3. (указ) η εντολή 4. (порядок употребления) η διαχείριση, η διάθεση· в - и директора στη διάθεση του διευθυντήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распоряжение
-
16 капиталовложения
капиталовложения с мн. η επένδυση (или διάθεση) κεφαλαίων* * *с мн.η επένδυση ( или διάθεση) κεφαλαίων -
17 настроение
-
18 плохой
плохой άσχημος· κακός (скверный)· \плохойое настроение η κακή διάθεση,.η κακοκεφιά· \плохойая погода η κακοκαιρία* * *άσχημος; κακός ( скверный)плохо́е настрое́ние — η κακή διάθεση, η κακοκεφιά
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία
-
19 предоставить
предоставить, предоставлять 1) δίνω, παρέχω· \предоставить в распоряжение θέτω στη διάθέση, διαθέτω 2) (дать право) επιτρέπω, αφήνω* * *= предоставлять1) δίνω, παρέχωпредоста́вить в распоряже́ние — θέτω στη διαθέση, διαθέτω
2) ( дать право) επιτρέπω, αφήνω -
20 распоряжение
распоряжение с η διαταγή* η διάθεση; отдать \распоряжение διατάζω, δίνω διαταγή ◇ иметь в своём \распоряжениеи διαθέτω* * *сη διαταγή; η διάθεσηотда́ть распоряже́ние — διατάζω, δίνω διαταγή
••име́ть в своём распоряже́нии — διαθέτω
См. также в других словарях:
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
διάθεση — η 1. η χρησιμοποίηση χώρου, χρόνου ή χρήματος καθώς και η αξιοποίησή τους: Είναι πολύ προσεκτικός στη διάθεση των χρημάτων του. 2. η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, το κέφι: Δεν έχω διάθεση γι’ αστεία. 3. (γραμμ.), η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia