διάβροχος
1διάβροχος — very wet masc/fem nom sg …
2διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος …
3διάβροχον — διάβροχος very wet masc/fem acc sg διάβροχος very wet neut nom/voc/acc sg …
4διαβρόχοις — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl …
5διαβρόχοισι — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6διαβρόχου — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen sg …
7διαβρόχους — διάβροχος very wet masc/fem acc pl …
8διαβρόχων — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen pl …
9διαβρόχῳ — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat sg …
10διάβροχα — διάβροχος very wet neut nom/voc/acc pl …
Страницы