δι' ὀφϑαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν

  • 1ινδάλλομαι — ἰνδάλλομαι (Α) 1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.) 2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ. β) «τὰ δι ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῑν», Αριστοτ.) 3.… …

    Dictionary of Greek