δι' εὐνοίας

  • 11αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …

    Dictionary of Greek

  • 12ενηής — ἐνηής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 13εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 14θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα …

    Dictionary of Greek

  • 15πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… …

    Dictionary of Greek

  • 16προκαθηγούμαι — έομαι, ΜΑ 1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένη η προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσα αρχ. 1. προπορεύομαι και οδηγώ 2. καθοδηγώ, συμβουλεύω… …

    Dictionary of Greek

  • 17στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 18φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 19φιλοπροσωπία — η, ΝΜ η εκδήλωση αγάπης προς ένα πρόσωπο νεοελλ. εκδήλωση εύνοιας προς ένα πρόσωπο εις βάρος άλλου, μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσωπία (< πρόσωπος < πρόσωπον), πρβλ. ιδιο προσωπία] …

    Dictionary of Greek

  • 20χαριτήσιος — ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον α) ευχαριστήρια προσφορά β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια γιορτή… …

    Dictionary of Greek