δη-μήτηρ
1μήτηρ — μήτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. μητέρα …
2μητήρ — μήτηρ mother fem nom sg …
3μήτηρ — mother fem nom sg …
4Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και …
9μητράσι — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …
10μητράσιν — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …