1δηώος — δηῷος, α, ον (Α) [Δηώ] ο αφιερωμένος στη Δήμητρα …
Dictionary of Greek
2Δηῴης — Δηῴ̱ης , Δηῷος Demeter fem gen sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)