δην
71ανέδην — ἀνέδην επίρρ. (Α) 1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα 2. βίαια 3. αχαλίνωτα, ακόλαστα 4. αφρόντιστα, ανέμελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) δην] …
72αποσταδόν — ἀποσταδόν κ. δά (Α) κ. δην (Μ) [αφίσταμαι] από απόσταση, από μακριά …
73αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] …
74βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …
75βύζην — επίρρ. (Α) στενά, πυκνά, σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυσδην < (θ.) βυσ τού αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) δην] …
76δαν — I Βιβλικό πρόσωπο (εβρ. = έκρινε). Το πέμπτο από τα δώδεκα παιδιά του Ιακώβ που γεννήθηκε από την ένωσή του με μια υπηρέτρια της γυναίκας του Ραχήλ. II Αρχαία φυλή του Ισραήλ. Μετά την απελευθέρωση του ισραηλιτικού λαού από τη δουλεία της… …
77δηθά — επίρρ. (Α) για πολύν καιρό («οὐ μετὰ δηθά» όχι μετά από πολύ καιρό). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. δη τού δην* + επίρρ. κατάληξη θα (πρβλ. ένθα, μίνυνθα κ.ά.)] …
78δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …
79επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] …
80επιλέγδην — ἐπιλέγδην (Μ) επίρρ. κατ’ επιλογή, εκλεκτικά («ἐπιλέγδην προτεταγμένοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιλέγω + κατάλ. δην που δηλώνει τρόπο] …