δημοφιλής

  • 41ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά …

    Dictionary of Greek

  • 42αντιδημοτικός — ή, ό 1. ο αντίθετος με τα συμφέροντα του λαού 2. ο μη αρεστός στον λαό, ο μη δημοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δημοτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Φιλικό Ν. Σπηλιάδη] …

    Dictionary of Greek

  • 43αττικάρχης — ο κομματάρχης της Αττικής, δημοφιλής πολιτικός της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αττική + άρχης*. Η λ. στον πληθ., αττικάρχαι, οι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 44βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… …

    Dictionary of Greek

  • 45γκαγιάρντ — η ευρωπαϊκός αυλικός χορός, ιδιαίτερα δημοφιλής από το 1530 ως το1620, με πέντε βασικά βήματα (τέσσερα πηδηχτά κι ένα ψηλό άλμα) χορεύεται κατά ζεύγη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη (πρβλ. γαλλ. gaillarde, ιταλ. gagliarda)] …

    Dictionary of Greek

  • 46δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …

    Dictionary of Greek

  • 47δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 48δημοτικότητα — η 1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός 2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …

    Dictionary of Greek

  • 49ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …

    Dictionary of Greek

  • 50ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …

    Dictionary of Greek