δημοφιλής

  • 111Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …

    Dictionary of Greek

  • 112Κούπερ, Γκάρι — (Gary Cooper, Μοντάνα 1901 – 1961). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Γιος δικαστή, ο Κ., που τα πρώτα χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, από πωλητής μέχρι και φωτογράφος, αποτελεί μία από τις αντιπροσωπευτικές ενσαρκώσεις του Αμερικανικού… …

    Dictionary of Greek

  • 113Κρόσμπι, Μπινγκ — (Harry Lillis «Bing» Crosby, Ταχόμα, Ουάσινγκτον 1904 – Μαδρίτη 1977). Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν ακολούθησε ποτέ ανάλογη σταδιοδρομία, καθώς η ενασχόλησή του με τον χώρο της διασκέδασης ξεκίνησε σε νεαρή… …

    Dictionary of Greek

  • 114Κύρος ο Πανοπολίτης — (Πανόπολη Αιγύπτου ; – Κωνσταντινούπολη 457). Βυζαντινός ποιητής και αξιωματούχος. Καταγόταν από την Αίγυπτο, έζησε όμως στην Κωνσταντινούπολη όπου διορίστηκε έπαρχος (439). Με την εύνοια της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, συζύγου του Θεοδοσίου Β’,… …

    Dictionary of Greek

  • 115Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… …

    Dictionary of Greek

  • 116Λε, Φράνσις — (Francis Lai, Παρίσι 1932 – 2001). Γάλλος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Αν και δραστηριοποιήθηκε μόνο στη μεγάλη οθόνη, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ευρώπη για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Πολύ σύντομα εγκατέλειψε την πατρίδα του… …

    Dictionary of Greek

  • 117Λερού, Γκαστόν — (Gaston Louis Alfred Leroux, Παρίσι 1868 – Νις 1927). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ήταν γιος ενός πλούσιου καταστηματάρχη. Παρακολούθησε το γυμνάσιο στη Νορμανδία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Έχοντας σπαταλήσει την πατρική κληρονομιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 118Λευκά Όρη — I Ορεινός όγκος (ψηλότερη κορυφή: Πάχνες, 2.452 μ.) της δυτικής Κρήτης, στον νομό Χανίων. Ονομάζεται και Μαδάρες, εξαιτίας της ελάχιστης βλάστησης. Τα Λ.Ό. εκτείνονται από το βόρειο τμήμα του νομού, όπου χαμηλώνουν ομαλά στις πρώην επαρχίες… …

    Dictionary of Greek

  • 119Λι, Βίβιαν — (Vivien Leigh, Νταρτζίλινγκ, Ινδία 1913 – Λονδίνο 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (Vivian Mary Hartley). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1935 και αμέσως απέκτησε φήμη ως… …

    Dictionary of Greek

  • 120Λι, Σπάικ — (Spike Lee, Ατλάντα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αφροαμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού και ηθοποιού του κινηματογράφου Σέλτον Τζάκσον Λι (Shelton Jackson Lee). Έκανε σπουδές Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στο κολέγιο Μόρχαους… …

    Dictionary of Greek