δημοφιλής

  • 101Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …

    Dictionary of Greek

  • 102Κάσιος, Αβίδιος — (Avidius Cassius, 2oς αι. μ.Χ.). Σύρος αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού. Ως ύπαρχος της Συρίας, έπειτα από αλλεπάλληλες νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις, κατέλαβε την Έδεσσα, πέρασε στη Μεσοποταμία και υποχρέωσε τον βασιλιά των Πάρθων, Βολογάση …

    Dictionary of Greek

  • 103Κατσίνι, Τζούλιο — (Giulio Caccini, Τίβολι 1550; – Φλωρεντία 1618).Ιταλός μουσικός. Ήταν γνωστός ωςΤζούλιο Ρομάνο. Ως τραγουδιστής και δεξιοτέχνης στην αυλή των Μεδίκων (σπούδασε τραγούδι και λαούτο με τον Σιπιόνε ντέλα Πάλα), είχε την ευκαιρία να ζήσει στο… …

    Dictionary of Greek

  • 104Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …

    Dictionary of Greek

  • 105Κέλι, Γκρέις — (Grace Kelly, Φιλαδέλφεια 1928 – 1982). Αμερικανίδα ηθοποιός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε την καριέρα της ως μοντέλο και αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1951 έπαιξε στην ταινία 14 ώρες, ενώ έναν χρόνο αργότερα ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό …

    Dictionary of Greek

  • 106κινητική τέχνη — Πειραματικό καλλιτεχνικό ρεύμα του 20ού αι. το οποίο επεδίωξε να διερευνήσει την κίνηση (και την ψευδαίσθηση κίνησης) στον χώρο με εικαστικά μέσα. Ως δημιουργικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν μηχανές και διάφορα ελαφρά αντικείμενα σε πραγματική κίνηση.… …

    Dictionary of Greek

  • 107Κίνσκι, Κλάους — (Klaus Kinski, Πολωνία 1926 – ΗΠΑ 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού ηθοποιού Νικολάους Γκάνθερ Νακζίνζκι (Nikolaus Gunther Nakszynski). Εξαιτίας του ιδιόμορφου προσώπου του, με εκφραστικά μάτια, τονισμένα ζυγωματικά και χείλη, ο Κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 108Κολ, Εμίλ — (Émile Cohl, Παρίσι 1857 – Ορλί 1938). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη και δημιουργού της γαλλικής σχολής κινουμένων σχεδίων Εμίλ Κουρτέ (Émile Courtet). Θεωρείται δίκαια, αν όχι ο επινοητής, οπωσδήποτε ο πρωτοπόρος των κινουμένων… …

    Dictionary of Greek

  • 109Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …

    Dictionary of Greek

  • 110Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… …

    Dictionary of Greek