δημοσίᾳ

  • 21αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …

    Dictionary of Greek

  • 22ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …

    Dictionary of Greek

  • 23δημοσίας — δημοσίᾱς , δημόσιος belonging to the people fem acc pl δημοσίᾱς , δημόσιος belonging to the people fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24εμποροπανήγυρη — Δημόσια αγορά, που συνήθως οργανώνεται με την ευκαιρία κάποιας γιορτής. Βλ. λ. έκθεση. * * * η υπαίθρια έκθεση προϊόντων και εμπορευμάτων κάθε είδους για πώληση με την ευκαιρία ετήσιου τοπικού θρησκευτικού πανηγυριού, στην οποία μετέχουν ντόπιοι… …

    Dictionary of Greek

  • 25ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία …

    Dictionary of Greek

  • 26αγραφίου γραφή — Δημόσια καταγγελία στην αρχαία Αθήνα, που γινόταν από οποιονδήποτε πολίτη εναντίον εκείνων των οφειλετών του δημοσίου που έσβηναν το όνομά τους από τον πίνακα των οφειλετών πριν εξοφληθεί η οφειλή τους. Ο πίνακας αυτός βρισκόταν στον ναό της… …

    Dictionary of Greek

  • 27δημοσίαν — δημοσίᾱν , δημόσιος belonging to the people fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28δημόσι' — δημόσια , δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc pl δημόσιε , δημόσιος belonging to the people masc voc sg δημόσιαι , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek