δημοσίᾳ
111εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …
112εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …
113εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …
114επικηρύσσω — (AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) [κηρύσσω] προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῑς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη 2.… …
115θεατρίζομαι — (AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) [θέατρο] νεοελλ. θεατρίζομαι 1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις 2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση (μσν. αρχ.) 1. ενεργ. θεατρίζω εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα,… …
116θησαυρικός — θησαυρικός, ή, όν (Α) [θησαυρός] 1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει 2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη …
117ιδιωτεύω — (ΑΜ ἰδιωτεύω) [ιδιώτης] είμαι ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα δημόσια πράγματα («ούδὲ γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) μσν. εμποδίζω κάποιον να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, καθιστώ κάποιον ιδιώτη αρχ. 1. (για …
118καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …
119κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …
120κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …