δημοσίᾳ

  • 101γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 102γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 103δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …

    Dictionary of Greek

  • 104δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …

    Dictionary of Greek

  • 105δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 106δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε …

    Dictionary of Greek

  • 107δημοσιονομία — η επιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά, η δημόσια οικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιονόμος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάν. Σούτζο] …

    Dictionary of Greek

  • 108δημούμαι — δημοῡμαι ( όομαι) (Α) [δήμος] 1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ 2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός 3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι …

    Dictionary of Greek

  • 109διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …

    Dictionary of Greek

  • 110διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά …

    Dictionary of Greek