δημοσίᾳ

  • 11δημοσία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * βλ. δημόσιος …

    Dictionary of Greek

  • 12δημόσια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * η βλ. δημόσιος …

    Dictionary of Greek

  • 13δημόσια — δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14δημόσια γράμματα — Είδος αρχαίας ελληνικής καθημερινής εφημερίδας των επίσημων ειδήσεων, που κατέγραφαν και τηρούσαν διάφοροι γραμματείς και αντιγραφείς στο καταλογείον, δηλαδή στο πρωτόκολλο. Στη Ρώμη, τα δ.γ. ονομάζονταν acta diurna ή απλώς acta …

    Dictionary of Greek

  • 15δημόσια διοίκηση — Όρος που αφορά το σύνολο των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Παράλληλα, με τον όρο δ.δ. χαρακτηρίζεται και η κρατική εξουσία που ασκείται από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 16δημόσια θεάματα — Τα θεάματα κάθε είδους (παραστάσεις, ακροάματα, χοροί, καλλιτεχνικές εκθέσεις, ειδικά κέντρα, αγώνες, παιχνίδια) και κάθε ψυχαγωγία που γίνεται σε δημόσιο χώρο με ελεύθερη είσοδο ή με εισιτήριο. Υπάρχουν αστυνομικές διατάξεις για τον τόπο, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 17δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… …

    Dictionary of Greek

  • 18βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …

    Dictionary of Greek

  • 19δημοσίαι — δημοσίᾱͅ , δημόσιος belonging to the people fem dat sg (attic doric aeolic) δημοσίᾳ , δημοσίᾳ indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20αγορανομία — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αγορανομικό έλεγχο (δηλ. την εποπτεία της ομαλής και σύμφωνα με τους νόμους κίνησης της αγοράς). Ο έλεγχος αυτός που περιλαμβάνει τη διαπίστωση και προανάκριση των αγορανομικών αδικημάτων καθώς και γενικότερα …

    Dictionary of Greek