δημοσιεύω (στον τύπο)
1δημοσιεύω — δημοσίευσα, δημοσιεύτηκα, δημοσιευμένος 1. γνωστοποιώ κάτι στο κοινό κάνοντας καταχώριση στον τύπο ή σε άλλο έντυπο: Θα δημοσιεύσει ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας για την ταλαιπωρία του από τη γραφειοκρατία. 2. εκδίδω βιβλίο: Ο συγγραφέας έχει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2δημοσιογραφώ — δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)