δημιούργημα
1δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg …
2δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… …
3δημιούργημα — το το αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl …
5δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl …
6δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl …
7δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl …
8δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg …
9δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg …
10Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …