-
1 закатка
1. маш. (образование пустотелого бортика) η αναδίπλωση, η δημιουργία κενού (της φλάντζας) 2. (металлической тары) η αναδίπλωση, η δημιουργία ραφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закатка
-
2 создание
создание с (действие) η δημιουργία, η κατασκευή, το φτιάξιμο* * *с( действие) η δημιουργία, η κατασκευή, το φτιάξιμο -
3 творчество
творчество с η δημιουργία, το έργο, η τέχνη; народное \творчество η λαϊκή τέχνη; \творчество Пушкина το έργο του Πούσκιν* * *сη δημιουργία, το έργο, η τέχνηнаро́дное тво́рчество — η λαϊκή τέχνη
тво́рчество Пу́шкина — το έργο του Πούσκιν
-
4 творчество
творчествос ἡ δημιουργία:народное \творчество ἡ λαϊκή τέχνη, ἡ λαϊκή δημιουργία· \творчество Пу́шкина τό ἔργο τοῦ Πούσκιν. -
5 образование
-я ουδ.σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•
образование государства δημιουργία του κράτους.
-я ουδ.μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
среднее образование μέση εκπαίδευση•
высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•
право на образование δικαίωμα μόρφωσης•
дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•
специальное образование ειδική μόρφωση.
-
6 создание
-я ουδ.1. κατασκευή•создание атомного ледокола κατασκευή ατομικού παγοθραυστικού.
|| δημιουργία•для -я впечатления για δημιουργία εντύπωσης.
2. το δημιούργημα.3. το πλάσμα, το ον. -
7 сотворение
-я ουδ.δημιουργία•от -я мира από τη δημιουργία του σύμπαντος.
-
8 сочинительство
-а ουδ.1. δημιουργία•литературное сочинительство λογοτεχνική δημιουργία (συγγραφή έργων).
2. επινόηση. || ψέμα, φεύδος. -
9 выделение
1. (обособление, отбор) το ξεχώρισμα, ο διαχωρισμός 2. (средств) η κατανομή, η διανομή, η κατακύρωση 3. (извлечение из чего-л.) η εξαγωγή ^(испускание тепла, света и т.п.) η έκλυσηη εκπομπή5. (образование осадка и т.п.) η δημιουργία б.(утечка) η έκλυση 7. (в тексте) η υπογράμμιση, η πιό έντονη παρουσίαση (στο κείμενο) 8. (металла на аноде или катоде при электролизе) η κατακάθιση, η εμφάνιση, το ίζημα 9. юр. о διαχωρισμός, η εκχώρηση 10. -я мн. физиол. οι εκκρίσεις (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделение
-
10 газообразование
η δημιουργία αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообразование
-
11 искрообразование
η δημιουργία/παραγωγή σπινθήρων/σπιθών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искрообразование
-
12 коксование
1. (получение кокса) η οπτανθρακοποίηση, η παραγωγή του κοκ, η διαδικασία παραγωγής κοκ 2. (нагарообра-зование при сгорании масла) η δημιουργία κάπνας (κατά την καύση του λαδιού/ελαίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коксование
-
13 коксообразование
1. (получение топлива) η παραγωγή κοκ 2. (образование нагара) η δημιουργία κάπνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коксообразование
-
14 минера л ообразование
η δημιουργία/γέννηση των ορυκτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минера л ообразование
-
15 молизация
η δημιουργία μορίων από ιόντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молизация
-
16 нагарообразование
η δημιουργία εξαν-θρακώματος/κάπνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагарообразование
-
17 науглероживание
1. (насыщение углеродом поверхностного слоя стали) η ενανθράκωση 2 (введение углеродосодер-жащих материалов в жидкую сталь) η πρόσθεση ανθρακούχων υλικών σε ρευστό χάλυβα 3. (образование в доменной печи карбида железа) η δημιουργία καρβιδίου σιδήρου (στην υψικάμινο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > науглероживание
-
18 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
19 окалинообразование
η δημιουργία της οξείδωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окалинообразование
-
20 ореолообразование
кфт. η δημιουργία της ανεπιθύμητης άλω, που εμφανίζεται στα πολύ φωτισμένα σημεία στη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ореолообразование
См. также в других словарях:
δημιουργία — δημιουργίᾱ , δημιουργία workmanship fem nom/voc/acc dual δημιουργίᾱ , δημιουργία workmanship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργία — η (AM δημιουργία Α και δημιοεργείη) [δημιουργός] 1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι 2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό 3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαν νεοελλ. 1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα 2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek
δημιουργίᾳ — δημιουργίαι , δημιουργία workmanship fem nom/voc pl δημιουργίᾱͅ , δημιουργία workmanship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργία — η η τέχνη του να δημιουργεί κανείς, η κατασκευή, το πλάσιμο ιδιαίτερα έργων πνευματικής ή καλλιτεχνικής αξίας: Τα δημοτικά τραγούδια είναι μεγάλη δημιουργία του ελληνικού λαού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελληνική Δημιουργία — Τίτλος δεκαπενθήμερου αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού, που ίδρυσε ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς το 1948. Το περιοδικό, που εκδιδόταν έως το 1954, κυκλοφόρησε πολυσέλιδα αφιερώματα σε μεγάλες μορφές των αρχαίων και νέων ελληνικών… … Dictionary of Greek
δημιουργίας — δημιουργίᾱς , δημιουργία workmanship fem acc pl δημιουργίᾱς , δημιουργία workmanship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργίαι — δημιουργία workmanship fem nom/voc pl δημιουργίᾱͅ , δημιουργία workmanship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργίαν — δημιουργίᾱν , δημιουργία workmanship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργιῶν — δημιουργία workmanship fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργίαις — δημιουργία workmanship fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργίης — δημιουργία workmanship fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)