δημεύω
101κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] …
102παματοφαγώ — παματοφαγῶ, έω (Α) δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα, ατος «κτήμα» + φυγῶ (< φάγος*)] …
103προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… …
104προδημεύω — Μ δημεύω κάτι εκ τών προτέρων …
105ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …
106τριτολογώ — τριτολογῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. παίρνω το λόγο για τρίτη φορά πάνω στο ίδιο θέμα, αγορεύω για τρίτη φορά αρχ. μέσ. τριτολογοῡμαι, έομαι δημεύω το ένα τρίτο τής περιουσίας κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + λογῶ*] …
107ՀՐԱՊԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0137 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ն. δημεύω, δημοσιεύω publico, evulgo, divulgo, diffamo եւն. Յայտնել հրապարակի կամ ամբոխի. հրատարակել. յայտնի առնել. հռչակել, հրապարակագոյժ առնել. նշաւակել.… …
108δημεύσας — δημεύσᾱς , δημεύω seize as public property aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
109δημεύσασα — δημεύσᾱσα , δημεύω seize as public property aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
110κατεδήμευεν — κατά δημεύω seize as public property imperf ind act 3rd sg …