-
1 бургомистерский
επ.δημαρχιακός. -
2 муниципальный
επ.1. δημαρχιακός, δημοτικός, του δημαρχείου•-ое учреждение δημαρχιακό μέγαρο (δημαρχείο).
2. βλ. муниципализированный. -
3 ратман
-а α. παλ.σύμβουλος δημαρχιακός.
См. также в других словарях:
δημαρχιακός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο (α. «δημαρχιακές εκλογές» εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου β. «δημαρχιακός πάρεδρος» βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχου γ. «δημαρχιακή επιτροπή» επιτροπή… … Dictionary of Greek
δημαρχιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Αύριο συγκαλείται δημαρχιακό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Rethimno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC … Deutsch Wikipedia
Rethimnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC … Deutsch Wikipedia
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
Rethymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC … Deutsch Wikipedia
Réthymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC … Deutsch Wikipedia
Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… … Dictionary of Greek
δημαρχικός — ή, ό ο δημαρχιακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)