δημακίδιον
1δημακίδιον — δημακίδιον, το (Α) (κωμικ. υποκοριστικό τού δήμος) λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ πιθ. από αμάρτ. *δήμαξ < δήμος] …
2δημακίδιον — δημᾱκίδιον , δημακίδιον neut nom/voc/acc sg …
3δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …