δημαγωγός
1δημαγωγός — popular leader masc nom sg …
2δημαγωγός — ο (AM δημαγωγός) αυτός που με απατηλά και ανέντιμα μέσα παραπλανά τον λαό και τόν προσεταιρίζεται για να πετύχει τους σκοπούς του αρχ. ο ηγέτης, ο λαϊκός ηγέτης, ο επικεφαλής μεγάλου κόμματος ή παράταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αγωγός < άγω] …
3δημαγωγός — ο αυτός που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με απατηλά μέσα: Ο κάθε πολιτικός αναγκάζεται περιστασιακά να γίνει και δημαγωγός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Демагог — (δημαγωγός) вождь народа. В древней Греции, в особенности в Афинах, так называли людей, которые благодаря своему государственному уму и ораторскому таланту приобретали сильное влияние на народ и делались его вождями и руководителями. В этом… …
6ДЕМАГОГИЯ — • Δημαγωγός, есть, собственно, произведение греческих демократий и, особенно в Афинах, развилась до такой степени, что подрывала общественное благосостояние. В Афинах, как и вообще в городах с демократическим правлением, было принято… …
7δημαγωγοί — δημαγωγός popular leader masc nom/voc pl …
8δημαγωγούς — δημαγωγός popular leader masc acc pl …
9δημαγωγέ — δημαγωγός popular leader masc voc sg …
10δημαγωγῷ — δημαγωγός popular leader masc dat sg …