δηλήεις

  • 1δηλήεις — δηλήεις, εσσα, εν (Α) ο ολέθριος, ο καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι). Ποιητικός σχηματισμός κατά τα αιγλήεις, φωνήεις κ.ά.] …

    Dictionary of Greek

  • 2δηλήεντα — δηλήεις neut nom/voc/acc pl δηλήεις masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …

    Dictionary of Greek