δε ψυχην
71αποκαπύω — ἀποκαπύω (Α) εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καπύω «εκπνέω»] …
72απομεθίημι — ἀπομεθίημι (Α) φρ. «ἀπομεθίημι ψυχήν» παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω …
73αποφυσώ — (AM ἀποφυσῶ, άω) διώχνω κάτι με φύσημα μσν. νεοελλ. μουγκρίζω νεοελλ. 1. μυρίζω άσχημα 2. κλάνω 3. λαχανιάζω αρχ. μσν. φρ. «ἀποφυσῶ ψυχήν, ψυχίδιον, πνεῡμα» ξεψυχώ …
74αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …
75δειλοκάρδιος — ον (Μ) Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων») ||. επίρρ. δειλοκαρδίως δειλά, άτολμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + καρδία] …
76διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …
77διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι …
78εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …
79εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …
80εξομόργνυμι — ἐξομόργνυμι (AM) 1. καθαρίζω, σκουπίζω 2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»] …