δε ψυχην
121παραθερμαίνω — ΝΑ [παράθερμος] (νεο ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω αρχ. 1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.) 2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι… …
122παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …
123περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] …
124περισπαίρω — Α 1. ασπαίρω, σπαράζω, σφαδάζω γύρω από κάτι, σπαρταρώ ολόγυρα («περισπαίροντες αὐτοῑς καὶ ἵπποις», Πλούτ.) 2. αγωνιώ σπασμωδικά, ψυχορραγώ («ψυχὴν περισπαίροντι», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπαίρω «έχω σπασμούς, σφαδάζω, σπαρταρώ»] …
125πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …
126προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …
127προδιεργάζομαι — Α επεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»] …
128προεγχαράσσω — Α 1. ενχαράσσω προηγουμένως («ψυχὴν τραχεῑαν ὑπὸ τῶν προεγχαραττόντων τύπων», Φίλ.) 2. χαράζω με μαχαιρίδιο, κάνω εγκοπές προηγουμένως («ἢν πελιδναὶ ἔωσι αἱ σάρκες, προεγχαράσσειν έγχυλώσιον ε ίνεκεν», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχαράσσω… …