δεῖ τὴν γυναῖκα σατραπεύειν

  • 1σατραπεύω — και ξατραπεύω Α [σατράπης] 1. είμαι σατράπης 2. (γενικά) α) κυβερνώ ως σατράπης β) συμπεριφέρομαι ως σατράπης («δεῑ τὴν γυναῑκα σατραπεύειν», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek