δεῖπνον ς
1δεῖπνον — meal neut nom/voc/acc sg δεῖπνος masc acc sg …
2δείπνον — το βλ. δείπνο …
3Οὐ πῦρ, οὐ σίδηρος οὐδὲ χαλκὸς εἴργει μή φοιτᾶν ἐπὶ δείπνον. — См. Сквозь огонь и воду …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4δεῖπνα — δεῖπνον meal neut nom/voc/acc pl …
5δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …
6κατάδειπνον — κατάδειπνον, τὸ (Α) δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δειπνον (< δεῖπνον), πρβλ. επί δειπνον, σύν δειπνον] …
7Origin of the Eucharist — Main article: Eucharist Christians find the origin of the Eucharist in the Last Supper, at which Jesus established a New Covenant in his body and blood, fulfilling the Mosaic covenant. In this ancient rite or sacrament Christians eat bread and… …
8VESPERNA — Veteribus Cena dicta est. Isidor. Orig. l. 20. c. 11. Est autem cena vespertinus cibus, quam antiqui Vespernam dicebant, in usu enim non erant prandta. Sicut Δόρπον veteres Graeci, quod posteriores Δεῖπνον, vocabant. Non minus enim antiquissimi… …
9λογόδειπνον — λογόδειπνον, τὸ (Α) συμπόσιο λόγιων ανδρών («τοῡ λόγου οἰκονόμος Ἀθήναιος ἥδιστον λογόδειπνον εἰσηγεῑται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δείπνον (πρβλ. αριστό δειπνον, ψευδό δειπνον)] …
10ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …