δείκηλον
1δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… …
2δείκηλον — representation neut nom/voc/acc sg …
3δεικήλοιο — δείκηλον representation neut gen sg (epic) …
4δεικήλοις — δείκηλον representation neut dat pl …
5δεικήλοισι — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6δεικήλοισιν — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7δεικήλου — δείκηλον representation neut gen sg …
8δεικήλων — δείκηλον representation neut gen pl …
9δεικήλῳ — δείκηλον representation neut dat sg …
10δείκηλα — δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2