δεὶπνα
1δεῖπνα — δεῖπνον meal neut nom/voc/acc pl …
2δεῖπν' — δεῖπνα , δεῖπνον meal neut nom/voc/acc pl δεῖπνε , δεῖπνος masc voc sg …
3αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …
4δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …
5εκάτη — I Θεότητα, η οποία, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν κόρη του τιτάνα Περσέα και της Αστερίας, αδελφής της Λητούς. Είχε υπό την προστασία της κάθε είδους δραστηριότητα και την επικαλούνταν οι λεχώνες, ενώ της προσέφεραν δείπνα (Ε. δείπνα) έξω από τις …
6επιθυμόδειπνος — ἐπιθυμόδειπνος, ον (Α) αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος] …
7θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …
8ιχθύβολος — ἰχθύβολος, ον (Α) φρ. 1. «ἰχθύβολος θήρα» ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα 2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, πεζό βολος] …
9συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …
10συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… …