Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεχθεί

  • 1 записываться

    записывать||ся
    γράφομαι, καταγράφομαι, ἐγγράφομαι:
    \записыватьсяся добровольцем (ἐγ-) γράφομαι ἐθελοντής· \записыватьсяся на прием к кому́-л. γράφομαι γιά νά μέ δεχθεί κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > записываться

  • 2 запись

    запис||ь
    ж
    1. ἡ ἐγγραφή, τό γράψιμο, ἡ συγγραφή:
    \запись на прием к кому́-л. ἡ ἐγγραφή στόν κατάλογο γιά νά μέ δεχθεί κάποιος· \запись на пленку ἡ ἐγγραφή σέ ταινία· граммофонная \запись ἡ ἐγγραφή σέ δίσκο γραμμοφώνου·
    2. (заметка) ἡ ση-μείωση [-ις]· ◊ дарственная \запись ист. ἡ ἀφιέρωση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > запись

См. также в других словарях:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • Τριτωνίς — ίδος, ή Α 1. προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς 2. ονομασία λίμνης στη Λιβύη 3. ονομασία πηγής στην Αρκαδία 4. ως προσηγ. παράσταση τού Τρίτωνος σε κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., με σημ. «παράσταση τού Τρίτωνος σε κόσμημα», καθώς και ως ονομ. λίμνης στη Λιβύη… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… …   Dictionary of Greek

  • ακέντητος — η, ο (Α ἀκέντητος, ον) [κεντητός] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δεχθεί κέντημα, κέντρισμα 2. όποιος δεν είναι στολισμένος με κεντήματα «ακέντητο μαντήλι» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κεντηθεί, να πειραχτεί αρχ. 1. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος …   Dictionary of Greek

  • ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… …   Dictionary of Greek

  • αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

  • αμφισθένεια — η 1. ο χαρακτήρας εκείνου που μπορεί να έχει δύο σημασίες, να δεχθεί δύο ερμηνείες («ἀμφισθένεια τῶν ὀνειρικῶν παραστάσεων») 2. ο χαρακτήρας εκείνου που παρουσιάζει ή εκδηλώνει ταυτόχρονα συμπεριφορές ή προτιμήσεις αντιφατικές ή αντίθετες.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»