δευτερ-όω

  • 1δεύτερ' — δεύτερα , δεύτερος second neut nom/voc/acc pl δεύτερε , δεύτερος second masc voc sg δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τετραδιάτικος — η, ο, Ν αυτός που αναφέρεται στην Τετάρτη. επίρρ... τετραδιάτικα Ν κατά την Τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τετράδη «τετάρτη» + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, μην ιάτικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3τριτιάτικος — η, ο, Ν αυτός που συμβαίνει την ημέρα Τρίτη. επίρρ... τριτιάτικα την Τρίτη, κατά την Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτη + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, σαββατ ιάτικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4τριτωδούμαι — έομαι, Α ανήκω στην τρίτη σειρά, στην τρίτη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ᾠδή, κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ (πρβλ. δευτερ ῳδοῦμαι)] …

    Dictionary of Greek