δευτερῶν

  • 21Μπελογιάννης, Νίκος — (Αμαλιάδα 1915 – Αθήνα 1952). Πολιτικός. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική. Τον ίδιο χρόνο τον συνέλαβαν για τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις των σταφιδοπαραγωγών της Πελοποννήσου. Φοίτησε έπειτα στη Νομική Σχολή του… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του …

    Dictionary of Greek

  • 23Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …

    Dictionary of Greek

  • 24Πόγραδετς — Πόλη της Αλβανίας, 35 χλμ. Β της Κορυτσάς, στη Ν όχθη της λίμνης Οχρίδας. Στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πολέμου, το Π. κατεχόταν από τους Βουλγάρους. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1917, έπειτα από επίθεση των Συμμαχικών στρατευμάτων με αρχηγό τον Γάλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 25ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26ψυχοκίνητρα — Η διαδικασία που οδηγεί τους ζωντανούς οργανισμούς και ιδιαίτερα τον άνθρωπο να υιοθετούν συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ψυχοκινητική διαδικασία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διάφορες φάσεις. Η ύπαρξη μιας ανάγκης (ή …

    Dictionary of Greek

  • 27(ε)ξάδερφος — (ε)ξάδερφος, ο (ε)ξάδερφος, ο και αξάδερφος, ο θηλ. (ε)ξαδέρφη και αξαδέρφη και ισσα συγγενική σχέση μεταξύ των παιδιών των αδερφών (πρώτοι εξάδερφοι) ή των παιδιών των εξαδέρφων (δεύτεροι εξάδερφοι) ή των παιδιών των δεύτερων εξαδέρφων (τρίτοι… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)