δευτερόλεπτο)

  • 71ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 72σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 73στροφόμετρο — Συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας, και ιδιαίτερα της μέσης γωνιακής ταχύτητας, ενός σώματος που περιστρέφεται. Ο απλούστερος τύπος σ. αποτελείται από ένα μετρητή περιστροφών, που συνδέεται με άμεση επαφή ή με οδοντωτούς τροχούς μ’ ένα άξονα… …

    Dictionary of Greek

  • 74συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης …

    Dictionary of Greek

  • 75ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …

    Dictionary of Greek

  • 76φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …

    Dictionary of Greek

  • 77φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …

    Dictionary of Greek

  • 78χιλιόκυκλος — ο, Ν φυσ. απλοποιημένη απόδοση τού όρου χιλιόκυκλος ανά δευτερόλεπτο, αλλ. κιλοχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilocycle < kilo (< χίλιοι, βλ. λ. χιλι[ο] ) + cycle (< κύκλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 79χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 80χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η …

    Dictionary of Greek