δευτεραῖος
1δευτεραίος — δευτεραῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα 2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη …
2δευτεραῖος — on the second day masc nom sg …
3δευτεραῖον — δευτεραῖος on the second day masc acc sg δευτεραῖος on the second day neut nom/voc/acc sg …
4δευτεραῖα — δευτεραῖος on the second day neut nom/voc/acc pl …
5δευτεραῖαι — δευτεραῖος on the second day fem nom/voc pl …
6δευτεραῖοι — δευτεραῖος on the second day masc nom/voc pl …
7δευτεραία — δευτεραί̱ᾱ , δευτεραῖος on the second day fem nom/voc/acc dual δευτεραί̱ᾱ , δευτεραῖος on the second day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
8δευτεραίας — δευτεραί̱ᾱς , δευτεραῖος on the second day fem acc pl δευτεραί̱ᾱς , δευτεραῖος on the second day fem gen sg (attic doric aeolic) …
9PHIDIPPIDES — Graece φειδιππίδης, cursor insignis, quem biduô Athenis Lacedaemonem pervenisse, tradit Herodot. l. 6. Δευτεραῖος ἐκ τοῦ Ἀθηναίων ἄςτεως ἦν εν Σπάρτῃ. Male Philippides aliis. Vide ibi …
10δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …
- 1
- 2