δευτέρα
1δευτέρα — δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc/acc dual δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δευτέρᾳ — δευτέρᾱͅ , δεύτερος second fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… …
4δευτέρα — η βλ. δεύτερος …
5δεύτερα — επίρρ. βλ. δεύτερος …
6Δευτέρα — η η επόμενη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή: Δε συμπαθώ τα πρωινά της Δευτέρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7δεύτερα — δεύτερος second neut nom/voc/acc pl …
8δεύτερᾳ — δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl …
9Ἔξις δευτέρα φύσις. — ἔξις δευτέρα φύσις. См. Привычка вторая натура …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Ιουστινιανή Δευτέρα — Βυζαντινή ονομασία της βουλγαρικής πόλης Κιουστεντίλ. Iουστινιανή Πρώτη ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη λίμνη της Αχρίδας …