δεσπότῃ

  • 91Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …

    Dictionary of Greek

  • 92Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 93Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …

    Dictionary of Greek

  • 94Παπαγγινοί — Λαός της μεσαιωνικής Ηπείρου που κατοικούσε στο δυτικό Ζαγόρι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει το χωριό Πάπιγγο. Οι Π. αναφέρονται στο Χρονικό του Πρόκλου. Το 1399 πολέμησαν μαζί με τον δεσπότη των Ιωαννίνων Ιζάουλου εναντίον των Αλβανών. Στα χρόνια… …

    Dictionary of Greek

  • 95Πελαγονία — Όνομα στην αρχαιότητα περιοχής στον Άνω Αξιό της δυτικής Μακεδονίας. Το όνομα αυτό οφείλεται στον Πελαγόνα, τον γιο του Αξιού. Η Π. προσαρτήθηκε στη Μακεδονία από τον Φίλιππο B’ στην κυριαρχία του οποίου παρέμεινε μέχρι τη ρωμαϊκή εισβολή. Π.,… …

    Dictionary of Greek

  • 96Πεπελενίτσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αχαΐας, στην επαρχία Αιγιαλείας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Αρχικά ήταν χτισμένο στην αριστερή όχθη του Σελινούντα, όπου σήμερα σώζονται… …

    Dictionary of Greek

  • 97Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …

    Dictionary of Greek

  • 98Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον …

    Dictionary of Greek

  • 99Σγουρός, Λέων — Κληρονομικός άρχοντας της Ναυπλίας. Έζησε στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. Το 1202 κυρίευσε το Άργος και την Κόρινθο και έπειτα επιδίωξε να επεκτείνει την εξουσία του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Κατέλαβε γι αυτό την Αθήνα, εκτός… …

    Dictionary of Greek

  • 100σεβαστοκράτωρ — Τίτλος που δημιούργησε, ο αυτοκράτορας Αλέξιος A’ Κομνηνός, γιατί καθώς στο Νικηφόρο Μελισσηνό, σύζυγο της αδελφής του Ευδοκίας, είχε απονείμει τον τίτλο του καίσαρα, στο μεγαλύτερο αδελφό του έπρεπε να απονείμει πολύ μεγαλύτερο. Δημιούργησε έτσι …

    Dictionary of Greek