δεσπότῃ

  • 51συναδέσποτος — ον, Μ [ἀδέσποτος] αυτός που μαζί με άλλον δεν έχει δεσπότη, δεν έχει κύριο …

    Dictionary of Greek

  • 52σύνδουλος — ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος] μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ) αρχ. αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 53φιλοδεσποτία — και δ. γρφ. φιλοδεσποτεία, ἡ, Α [φιλοδέσποτος] αφοσίωση προς τον δεσπότη, το να είναι κανείς αφοσιωμένος στον κύριό του …

    Dictionary of Greek

  • 54φιλοδεσποτεύομαι — Α μού αρέσει να βρίσκομαι υπό την απόλυτη εξουσία δεσπότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δεσποτεύω «ασκώ απόλυτη εξουσία» (< δεσπότης)] …

    Dictionary of Greek

  • 55φιλοδεσποτικός — ή, όν, Α [φιλοδέσποτος] (για πρόσ.) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον δεσπότη, στον κύριό του …

    Dictionary of Greek

  • 56φιλοδεσποτώ — έω, Α [φιλοδέσποτος] (για δούλο) αγαπώ και είμαι αφοσιωμένος στον δεσπότη, στον κύριό μου …

    Dictionary of Greek

  • 57Αγγιανή, Μαρία — Εξελληνισμένο όνομα της Μαρίας ντ’ Ανγκιέν (Maria d’ Enghien),κόρης και μοναδικής κληρονόμου του αυθέντη του Ναυπλίου και Άργους, Γουίδωνα Αγγιανού. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Βενετό ευγενή Πέτρο Κορνάρο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1388,… …

    Dictionary of Greek

  • 58Αικατερίνη Βαλουά — (Catherine de Valois, 1301 – 1346). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Καρόλου Βαλουά και της Αικατερίνης Κουρτενέ. Το 1313 παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ’ Ανζού, ηγεμόνα του Τάραντα και πρίγκιπα της Αχαΐας, ο οποίος από τότε ονομάστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 59Αλαμάνοι — Αριστοκρατικός οίκος από την Προβηγκία που εγκαταστάθηκε στη δυτική Πελοπόννησο κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτής του οίκου στην Ελλάδα και πρώτος βαρόνος των Πατρών υπήρξε ο Μισέρ Γουλιάμος Αλαμανός. Οι συνεχείς προστριβές των Α. με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 60Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …

    Dictionary of Greek