δεσπότῃ
41ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …
42ετεροδέσποτος — ἑτεροδέσποτος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο δεσπότη ή κύριο («πρόβατο ἑτεροδέσποτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δεσποτος < (δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος] …
43ηγεμονία — η (AM ἡγεμονία) 1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία 2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση 3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες» 4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.) 5. η… …
44κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …
45κυριοκτόνος — κυριοκτόνος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος αυτός που θανάτωσε τον Κύριο αρχ. αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κτόνος (< κτείνω)] …
46κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …
47νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… …
48ομοδέσποτος — ὁμοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που έχει τον ίδιο δεσπότη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεσπότης (πρβλ. αυτο δέσποτος)] …
49προδεσπόζω — Μ (για επίσκοπο, δεσπότη) διατελώ σε εξουσία προηγουμένως …
50προσκύνημα — το, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσκυνώ, η εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού και η απόδοση τιμής, ιδίως προς το θείο 2. το ταξίδι τού προσκυνητή («ετοιμάζεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους») νεοελλ. 1. τόπος στον οποίο… …