δεσποτείᾳ
1δεσποτεία — δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric… …
2δεσποτείᾳ — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δεσποτεία — η (AM δεσποτεία) 1. η εξουσία τού κυρίου επί τών δούλων του 2. η σχέση τού κυρίου προς τους δούλους του νεοελλ. 1. η πλήρης υποταγή («βρίσκεται υπό τη δεσποτεία τού...») α. φρ. «πεφωτισμένη ή φωτισμένη δεσποτεία» αυταρχική διακυβέρνηση ενός… …
4δεσποτεία — η απεριόριστη εξουσία, απόλυτα αυταρχική διακυβέρνηση από μονάρχη: Είναι παροιμιώδης η δεσποτεία των μοναρχών του μεσαίωνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δεσποτείας — δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem gen sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) …
6δεσποτείαι — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …
7δεσποτείαν — δεσποτείᾱν , δεσπότειος fem acc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱν , δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic doric aeolic) …
8δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό …
9δεσποτία — δεσποτίᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτίᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
10δεσποτίας — δεσποτίᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτίᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) …