δεσμῷ

  • 21ναυλωτήριο — το το ναυλοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. δεσμω τήριο)] …

    Dictionary of Greek

  • 22ορκωτήριο — το (Α ὁρκωτήριον) τόπος όπου δίνονται όρκοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρκῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. δεσμω τήριο)] …

    Dictionary of Greek

  • 23περίπλοκος — η, ο / περίπλοκος, ον, ΝΜΑ [περιπλέκω] νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος 2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής 3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή… …

    Dictionary of Greek

  • 24προδεσμώ — έω, Μ δεσμεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεσμῶ «δεσμεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 25συγκλειστήριον — τὸ, Α φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλείω + επίθημα τήριον (πρβλ. δεσμω τήριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 26συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …

    Dictionary of Greek

  • 28χειροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] …

    Dictionary of Greek