δεσμώτης
1δεσμώτης — prisoner masc nom sg …
2δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… …
3δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) …
5δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl …
6δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg …
7δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg …
8δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl …
9δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg …