δεσμά
1δέσμα — bond neut nom/voc/acc sg δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc/acc dual δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2δέσμα — δέσμα, το (Α) [δω] (συνήθ. πληθ.) δέσματα α) τα δεσμά β) οι κεφαλόδεσμοι …
3δεσμά — τα βλ. δεσμός …
4δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl …
5ισόβια δεσμά — (Νομ.). Η διά βίου στέρηση της ελευθερίας. Ονομάζεται και ισόβια κάθειρξη. Επιβάλλεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο. Προβλέπεται για τα κακουργήματα και, πριν από την κατάργηση της θανατικής ποινής, καθοριζόταν διαζευκτικά με… …
6δέσμ' — δέσμα , δέσμα bond neut nom/voc/acc sg δέσμαι , δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) …
7δέσμας — δέσμᾱς , δέσμη package fem acc pl δέσμᾱς , δέσμη package fem gen sg (doric aeolic) …
8δέσμασιν — δέσμα bond neut dat pl …
9δέσματα — δέσμα bond neut nom/voc/acc pl …
10δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …