δερμάτινος
1δερμάτινος — of skin masc nom sg …
2δερμάτινος — η, ο (AM δερμάτινος, η, ον) κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας») …
3δερμάτινος — η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα: Τα δερμάτινα ρούχα είναι πολύ ακριβά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δερματίνων — δερμάτινος of skin fem gen pl δερμάτινος of skin masc/neut gen pl …
5δερμάτινον — δερμάτινος of skin masc acc sg δερμάτινος of skin neut nom/voc/acc sg …
6δερματίναις — δερμάτινος of skin fem dat pl …
7δερματίνη — δερμάτινος of skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8δερματίνην — δερμάτινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) …
9δερματίνης — δερμάτινος of skin fem gen sg (attic epic ionic) …
10δερματίνοις — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl …