δερβιστήρ

  • 1δεριστήρ — ( ῆρος), ο (Α) περιλαίμιο αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη, κατά το πρότυπο τού βραχιονιστήρ < βραχίων. Η λ. παραδίδεται με δύο ρ (δερριστήρ), πράγμα που οφείλεται είτε σε διαλεκτική χρήση είτε πιθανότερον σε παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το… …

    Dictionary of Greek