Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεξιόστροφος

См. также в других словарях:

  • δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • λυσίνη — η 1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο 2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα… …   Dictionary of Greek

  • μαννιτόλη — η (βιοχ.) πολυαλκοόλη τής οποίας ο δεξιόστροφος αντίποδας, δηλαδή η D μανιτόλη, απαντά σε πολλά φυτά και ιδίως στο μάννα, από όπου προέρχεται και η ονομασία της …   Dictionary of Greek

  • σαβινόλη — η, Ν χημ. δικυκλική οργανική ένωση, μονοτερπενική μονοσθενής αλκοόλη που απαντά με τη μορφή δύο οπτικών αντιπόδων της, από τους οποίους ο δεξιόστροφος αποτελεί συστατικό τού αιθέριου ελαίου τής σαβίνας …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»