δεξιτερός
1δεξιτερός — δεξιτερός, ά, όν (Α) 1. (για μέλη τού σώματος μόνο, «δεξιτερῇ... χειρί», «δεξιτερῷ... ποδί») δεξιός 2. το θηλ. ως ουσ. η δεξιτερά η δεξιά, το δεξί χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. συγκριτικό τ. τού επιθ. δεξιός*, που αντιτίθεται στο σκαιός… …
2δεξιτερός — right hand of two masc nom sg …
3δεξιτερά — δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc pl δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc/acc dual δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4δεξιτερῶν — δεξιτερός right hand of two fem gen pl δεξιτερός right hand of two masc/neut gen pl …
5δεξιτερόν — δεξιτερός right hand of two masc acc sg δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc sg …
6δεξιτεροῖο — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg (epic) …
7δεξιτεροῖς — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl …
8δεξιτεροῖσι — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9δεξιτεροῖσιν — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10δεξιτεροί — δεξιτερός right hand of two masc nom/voc pl …