δεν πιστεύω (σ)τ'
1πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… …
2Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …
3Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …
4απιστώ — απίστησα 1. δυσπιστώ: Απιστούσε σ ό,τι του έλεγα. 2. δεν πιστεύω στο χριστιανισμό: Απιστούσε σε πολλές χριστιανικές διδασκαλίες. 3. δεν κρατώ τις υποσχέσεις μου, είμαι ανειλικρινής: Απίστησε στις συμφωνίες που είχε κάνει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κακόδεχτος — η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν τον δέχεται κανένας με ευχαρίστηση, ανεπιθύμητος: Δεν πιστεύω να είμαι κακόδεχτος στην παρέα σας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …
7Μορό, Γκιστάβ — (Gystave Moreau, Παρίσι 1826 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Μαζί με τον Πιβίς ντε Σαβάν εκφράζει την πνευματική αντίδραση, που στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αντέκρουσε τον ρεαλισμό και με το γεμάτο συμβολικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες περιεχόμενό… …
8διάκριση — η 1. η υπεροχή, το ξεχώρισμα: Του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες. 2. διαχωρισμός, μεροληπτική στάση: Δεν πιστεύω στις φυλετικές διακρίσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9διαλύσιμος — η, ο αυτός που είναι δυνατόν να διαλυθεί: Δεν πιστεύω πως ο γάμος μας είναι διαλύσιμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10καλαφατίζω — καλαφάτισα, καλαφατίστηκα, καλαφατισμένος 1. φράζω τα διάκενα που υπάρχουν μεταξύ των σανίδων πλοίου ή βαρελιού: Το καλαφάτισα τοβαρέλι. 2. συνέρχομαι με γυναίκα: Δεν πιστεύω να σε καλαφάτισε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)