δεν ξέρω να

  • 21τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …

    Dictionary of Greek

  • 22απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 23αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 24στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 25υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26αμηχανώ — αμτβ., μόνο στον ενεστ. και πρτ., δεν ξέρω τι να κάμω: Διέξοδο δεν έβλεπε κι αμηχανούσε …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 27ατομικιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κυρίως φροντίζει για τον εαυτό του: Δεν πίστευα ότι θα εξελιχτεί σε τέτοιον ατομικιστή. 2. ο οπαδός της θεωρίας του ατομικισμού: Δεν ξέρω αν ήταν θεωρητικός ατομικιστής, οπωσδήποτε όμως ήταν πρακτικός …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 28ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 29αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 30εξαπορώ — ἐξαπορῶ, έω (AM) 1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ. β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.) 2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι 3.… …

    Dictionary of Greek